Γράφει ο Γρηγόρης Κλαδούχος
Ανοιχτή συνέλευση την είπαν. Στο Κιάτο χθες. Ομιλητής ο Αλέκος Καλύβης, μέλος της πολιτικής γραμματείας του Συριζα. Πήγαμε για να διαπιστώσουμε τον τρόπο σκέψης του πλησιέστερου προς το κόμμα εκλογικού του δυναμικού. Οι πολίτες, του κάτω επιπέδου της πολιτικής και οργανωτικής πυραμίδας έκαναν μία αυστηρή κριτική στα όρια της ρήξης. Είχαν όμως ένα αρχειακό λάθος: έκριναν με βάση το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Και τη συνέπεια ως προς αυτό. Το αρχειακό λάθος ξεκινάει από την απόδοση νοήματος στη λέξη πρόγραμμα. Το επόμενο λάθος είναι να αποδίδεις νόημα στη «ρήξη» που δεν αντιστοιχεί.
Ανοιχτή συνέλευση την είπαν. Στο Κιάτο χθες. Ομιλητής ο Αλέκος Καλύβης, μέλος της πολιτικής γραμματείας του Συριζα. Πήγαμε για να διαπιστώσουμε τον τρόπο σκέψης του πλησιέστερου προς το κόμμα εκλογικού του δυναμικού. Οι πολίτες, του κάτω επιπέδου της πολιτικής και οργανωτικής πυραμίδας έκαναν μία αυστηρή κριτική στα όρια της ρήξης. Είχαν όμως ένα αρχειακό λάθος: έκριναν με βάση το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Και τη συνέπεια ως προς αυτό. Το αρχειακό λάθος ξεκινάει από την απόδοση νοήματος στη λέξη πρόγραμμα. Το επόμενο λάθος είναι να αποδίδεις νόημα στη «ρήξη» που δεν αντιστοιχεί.
Η λέξη πρόγραμμα δεν μπορεί να εκφυλίζεται σε ζήτημα χρηματικής
αναδιανομής. Το πρόγραμμα στην πολιτική είναι σώμα προτάσεων θεσμικών,
αναπτυξιακών, δομικών αλλαγών. Το λεγόμενο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης
αποδεικνύει ότι και ο Σύριζα έχει εγκλωβιστεί σε μία οικονομίστικη αντίληψη. Είναι
οι ίδιοι που τα αιτήματα των πλατειών τα οποία πρωταρχικά έθεταν το ζήτημα της
κάθαρσης από τη διαφθορά, τη διαπλοκή, την τιμωρία των ενόχων και των
μιζοκομμάτων, τα μετέφεραν,τα υποβίβασαν σε οικονομική κριτική προς την
ασκούμενη. Και μάλιστα από την τηλεόραση. Έκαναν δηλαδή συνδικαλισμό. Το
πρόβλημα δεν είναι άσκηση διαφορετικής πολιτικής στην αναδιανομή. Η χώρα δεν
έχει ανάγκη οικονομολόγων, αλλά πολιτικών. Με ιδέες μετασχηματισμών, με σχέδιο.
Να δούμε ένα παράδειγμα.
Την ίδια ημέρα η ΑΥΓΗ κυκλοφόρησε με
τίτλο «Γ. Βαρουφάκης: το σχέδιο για την έξοδο της χώρας στις αγορές». Μεγάλη
επιτυχία είναι να σχεδιάσουμε πώς θα μπορούμε να ξαναδανειζόμαστε. Η διαφορά θα
είναι να δανειζόμαστε από τις αγορές. Είναι και αυτή μια οικονομική αντίληψη,
μια θεωρία. Αυτά τα λέει ένας οικονομολόγος (και τα προβάλλει μία εφημερίδα)
που έχει τόσο μεγάλες αντιληπτικές πολιτικές δυνατότητες, που έγινε και
σύμβουλος του Γιώργου για να του γράφει και τους λόγους, αυτού του μεγαλύτερου
πολιτικού εγκληματία της χώρας.
Δεύτερη λέξη που απαιτεί καθορισμό ισχυρού πολιτικού νοήματος είναι η
«ρήξη». Ένα κόμμα κρατιστικό, έχει ανάγκη αυτό τον μηχανισμό. Όχι για να
κυβερνήσει, να το αλλάξει, αλλά να το χρησιμοποιήσει για την δική του πολιτική
κυριαρχία. Ενώ ρήξη σημαίνει ρήξη με την πολιτική, τις ιεραρχήσεις, τις συμπεριφορές
που μας έφεραν ως εδώ. Ρήξη με ιδέες και ανθρώπους φορείς αυτών των ιδεών. Ρήξη
με το παρελθόν και το παλιό. Όμως ο Συριζα έρχεται από τα παλιά, αν και η
σημερινή του εκλογική εκτίναξη είναι προϊόν της κρίσης. Οι εσωτερικοί
λογαριασμοί με το παρελθόν και τους ανθρώπους του σημαίνουν ρήξη. Και προϋπόθεση
για κάθε εξωτερική διαπραγμάτευση.
Στο Κιάτο, χθες, παρακολουθήσαμε έναν οργανωτικό συνδικαλισμό. Ο
ομιλητής, ως παλιός συνδικαλιστής είχε πείρα. Όπως οι κυνηγοί που γνωρίζουν τα
περάσματα. Ήταν και της Αριστερής Πλατφόρμας. Ήταν του …φταίμε κι εμείς, «θα
επιχειρήσουμε να τα κάνουμε…», …διαφορετικές οι συνθήκες, για το PSI ότι ήταν «βλακώδης…», δεν μπορούμε γιατί κι ο κόσμος
δεν είναι… Τελικά δικαιολόγησε, απέφυγε, δεν γνωρίζω αν για τους Συριζίτες «το
έσωσε».
Πιστοποιήθηκαν τρία πράγματα:
Α) Άγνοια της υπόθεσης (ας την πούμε κι έτσι) ότι
πολιτική είναι ΚΑΙ το τι κάνουν οι άνθρωποι, εκτός από αυτούς που κατέχουν
θέσεις εξουσίας,
Β) Θα συνεχίσουμε να βλέπουμε
ανθρώπους από την Αθήνα να μας μεταφέρουν την πληροφόρηση και τη «γραμμή», και
Γ) Ο Συριζα, συνεχίζει την πορεία από το σημείο
που κουράστηκαν οι άλλοι. Ανανεώνει τη συναίνεση με μια νέα εικόνα.
Πιστοποιήθηκε ακόμα ότι απαιτείται ένα ιστορικό υπόβαθρο βάθους χρόνου,
απόστασης από το πρόσφατο παράδειγμα, ιδέες στρατηγικού χρόνου, δηλαδή
μορφωτική και πολιτική επάρκεια.