Στο πλαίσιο της γνωριμίας και της κατανόησης διαχρονικά του αρχαίου κόσμου της Κορινθίας με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και τα πανεπιστήμια πραγματοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 2022 ξενάγηση- ενημέρωση από τον Απόστολο Ε. Παπαφωτίου σε φοιτητές Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Notre Dame, Indiana, U.S.A. στο χώρο της Βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη στο Αρχαίο Λιμάνι Λεχαίου. Η ξενάγηση εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα που πραγματοποιείται κάθε χρόνο από τον καθηγητή Robin Rhodes και το Πανεπιστήμιο Notre Dame.
Φοιτητές πολλών σχολών επισκέπτονται την Κορινθία, ξεναγούνται στους αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους, γνωρίζουν την περιοχή, έρχονται σε επαφή με τη σημερινή κοινωνία και βιώνουν καταστάσεις και εμπειρίες του τόπου.
Ο καθηγητής Robin Rhodes, Αρχιτέκτων, Αρχαιολόγος, μέλος της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών, λάτρης της Κορινθίας, είναι επί πολλές δεκαετίες μελετητής της Κορινθιακής Αρχιτεκτονικής. Η πρόταση του για την αναπαράσταση του "πρώτου" ναού (εποχής 8ου-7ου π.Χ. αιώνα) του Απόλλωνος (;;;), πριν από τον ναό του οποίου τα λείψανα των 7 κιόνων στέκονται σήμερα επί τόπου, στον ομώνυμο λόφο, υπήρξε πρωτοποριακή και μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος. Παρουσιάστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία ως κύρια ιδέα στην έκθεση για την Πρωτοκορινθιακή Αρχιτεκτονική στο Μουσείο Snite του Notre Dame το πρώτο εξάμηνο του 2006.
Η βασιλική του Αγίου Λεωνίδη είναι, μέχρι σήμερα, η μεγαλύτερη στη Μεσογειακή Λεκάνη και αποτελεί το καλλίστευμα της Παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής. Οι διαστάσεις της συγκρίνονται με τις αυτές των μεγάλων βασιλικών της Ρώμης.
Ο ναός αυτός αποτελούσε σημαντικό προσκύνημα στην παλαιοχριστιανική Κόρινθο που δεχόταν μεγάλο αριθμό προσκυνητών, των οποίων το όνειρο ήταν η επίσκεψη στους Αγίους Τόπους. Τα οδοιπορικά του 4ου και του 5ου αιώνα περιέχουν αναλυτικές «Εκφράσεις» των Ιεροσολύμων, αλλά και γενικά όλων των τόπων που διαδραματίστηκαν Καινοδιαθηκικά γεγονότα. Συχνά αναφέρονται σε πόλεις και τόπους απ’ όπου διέρχεται ο περιηγητής κατά το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους. Τα λείψανα του Αγίου Λεωνίδη και της συνοδείας του καθιστούσαν τον ναό προσκυνηματικό. Συγχρόνως η θέση του στο δυτικό τμήμα του μεγάλου και πολυσύχναστου λιμένα του Λεχαίου τον έκανε εύκολα επισκέψιμο στους ταξιδιώτες στην αρχή ή στο τέλος του ταξιδιού. Η επίκληση στον άγιο προκειμένου να συνδράμει τον προσκυνητή στο δύσκολο ταξίδι του ήταν συνεχής και ξεκίναγε από την πρώτη προσκύνηση στο ναό κατά την αναχώρησή του. Η σώα επιστροφή του ήταν αφορμή για τη δεύτερη προσκύνηση στον ναό μαζί με την απόδοση ευχαριστιών στον άγιο.
Συγχρόνως το Λέχαιο και ο ναός του Αγίου Λεωνίδη ήταν ενδιάμεσος σταθμός πολλών άλλων ταξιδιών προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Από το Λέχαιο μπορούσε κανείς να πλεύσει (ναυτίλλεσθαι) οπουδήποτε δυτικά, Λέχαιο – Βρινδήσιο – Ρώμη ήταν το σύνηθες δρομολόγιο. Από το κοντινό λιμάνι των Κεγχρεών μπορούσε να πάει οπουδήποτε ανατολικά, ακολουθώντας ένα σύνηθες δρομολόγιο που ήταν Κεγχρεές – Έφεσος – Αλεξάνδρεια. Η σύνδεση των λιμένων Λεχαίου και Κεγχρεών μήκους περίπου 10 χλμ, ήταν εύκολη. Ο Δίολκος μαζί με τις άλλες οδούς μεταξύ των δύο κόλπων και των λιμένων εξασφάλιζε τη μεταφορά φορτίων, αγαθών και την μετακίνηση ανθρώπων, ιδεών και αντιλήψεων μεταξύ του Κορινθιακού και του Σαρωνικού, μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Γεννάται το ερώτημα αν υπήρχαν εγκαταστάσεις διαμονής ή διανυκτέρευσης των προσκυνητών που θα ήθελαν να μείνουν στον χώρο για τους οποίους θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί και ξενώνες. Οι οικίες με την αγρέπαυλη που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή στα νότια της βασιλικής ήσαν μεταγενέστερες, κατά την άποψη του Πάλλα, και αποτελούσαν πρόχειρες εγκαταστάσεις των σεισμοπλήκτων κατοίκων. Κατά τον ίδιον, κατασκευάσθηκαν για να καλύψουν στεγαστικές ανάγκες που προέκυψαν από τους σεισμούς και αμέσως μετά εγκαταλείφθηκαν, όταν στο τέλος του 6ου αιώνα απεχώρησαν οι κάτοικοι και επέστρεψαν στα σπίτια τους στην Κόρινθο και αλλού. Πάντως το σύμπλεγμα των οικημάτων μαζί με το λουτρό θα μπορούσε να προοριζόνταν για κατοικία των εργαζομένων στον ναό και των πτωχών του οικισμού, όπως συνέβαινε στη βασιλική Α των χριστιανικών Θηβών της Θεσσαλίας. Η λεγόμενη αγρέπαυλη, το διώροφο κτίριο διαστάσεων 19,80/20,80x19,90/20,80μ. που αποκαλύφθηκε στο σύμπλεγμα των οικιών, θα μπορούσε να ήταν κατοικία αξιωματούχων ή κληρικών του ναού. Οι ξενώνες θα έπρεπε να ήταν γύρω από τη βασιλική και στον υπάρχοντα οικισμό του λιμανιού. Περιορισμένος αριθμός επισκεπτών θα μπορούσε να διανυκτερεύει και στις στοές του αιθρίου. Ένα μεγάλο δημόσιο λουτρό, πέρα από το υπάρχον βαλανείο, που θα κάλυπτε τις ανάγκες του πλήθους των επισκεπτών, των ναυτικών, του προσωπικού, των ταξιδιωτών και άλλων κρίνεται τελείως απαραίτητο και πρέπει να αναζητηθεί.
Ένα άλλο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η βασιλική του Αγίου Λεωνίδη ήταν ο καθεδρικός ναός της Κορίνθου. Οι ξεχωριστές θέσεις για τα σύνθρονα των επισκόπων και τα βάθρα των πρεσβυτέρων είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεγέθους και αποτελεί εφαρμογή αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Ο καθεδρικός ναός σε μία πόλη ήταν το κέντρο της θρησκευτικής, κοινωνικής, δημόσιας ζωής και συνήθως βρισκόταν στο κέντρο της. Αν αποδεχτούμε τη μεταφορά του κέντρου της πόλης, της Αγοράς, στο Κράνειο για τη δημιουργία του χριστιανικού κέντρου, τότε η «βασιλική στο Αμφιθέατρο», όπως αποκαλείται, είναι η πιθανότερη υποψήφια για τη θέση του καθεδρικού ναού. Εξάλλου, το γεγονός ότι φαίνεται να ήταν μεγαλύτερη και από τη βασιλική του Αγίου Λεωνίδη συνηγορεί προς τούτο, όπως κατά την άποψή μας, συνηγορεί και η ύπαρξη γειτονικού οκταγώνου ή κυκλικού κτηρίου με διάμετρο R = 12,0μ., το οποίο ήταν μαρτύριο ή βαπτιστήριο. Η έλλειψη επισκοπείου είναι καθοριστικό στοιχείο για τον χαρακτήρα της βασιλικής. Οι μη καθεδρικές εκκλησίες υψώνονταν ως αυτοτελή κτίσματα, η δε ύπαρξη περιβόλου τις χαρακτηρίζει, προϋποθέσεις τις οποίες πληροί η βασιλική του Λεχαίου.
Το έργο αποκατάστασης και ανάπλασης στον χώρο της βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη στο Αρχαίο Λιμάνι Λεχαίου είχε ενταχθεί στο ΕΣΠΑ από τον πρώην Περιφερειάρχη Πελοποννήσου κ. Πέτρο Τατούλη με τον τίτλο “ΑΝΑΠΛΑΣΗ – ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ Α) ΜΑΡΤΥΡΑ ΛΕΩΝΙΔΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΛΕΧΑΙΟΥ, Β) ΚΡΑΝΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ «ΚΡΑΝΕΙΟ» ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ” (προϋπ/μος ένταξης 550.000,00 €) και οι προβλεπόμενες εργασίες έχουν ολοκληρωθεί.
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.
The Early Christian Basilica of Saint Leonidis at the Port of Ancient Corinth
The basilica of Saint Leonidis is a large rectangular building divided by two colonnades into three aisles. To the east, in front of the apse, runs a tripartite transept which makes the church wider at this end and gives the shape of a long and narrow cross to the plan. It also has esonarthex, exonarthex, atrium and central ambo (pulp it).
A huge vaulted semicircular apse pierced with multiple windows dominated the east end. The nave and its aisle have a separate timber roof. The basilica is one of the largest in the Mediterranean Sea. The total length from outer atrium to apse is 180 m., the width in the transept is 58 m. The length becomes 225 m. including the east yard. The outer atrium is rectangular with porticos lining at each side, and the inner is hemicycle. The inner atrium also has a large fountain of particular note, and an extensive baptistery is attached to the north aisle. Several rooms with apsidal dining rooms south of the inner atrium likely represent the Bishop’s quarters.
The nave is divided from the aisles by the high stylobate of the colonnade, and by screens between the columns. There was intent to separate the congregation in the aisles from activity in the nave. This takes place in all of the basilicas in Corinth and a great number of many others found in Greece.
There were galleries above the aisles and the narthex. They were accessed by stairways outside the basilica immediately to the north and south of the inner atrium.
The columns are monolithic and unfluted as is usual in Byzantine architecture, with Corinthian capitals decorated with two rows of acanthus leaves, perforated to resemble lace in the Theodosian manner. These capitals appear to be original products of imperial workshops which supplied the Studios Basilica in Constantinople (453/4), the Acheiropoeitos Basilica in Thessaloniki and Basilica B at Philippi, and which were widely imitated in the early 6th century by local stonecutters too.
The last part of the capital is an abacus with volutes at each corner and above this a trapezoid impost block with the larger surface on the upper side where the arches rest. The columns stand on an Ionic base consisting of an upper and lower torus, separated by a scotia. The bases were standing on a stylobate.
The columns of the galleries are similar but smaller than the ground floor. They have Ionic capitals. Their workmanship is careless in comparison with the superb craftsmanship of the capitals of the lower columns. It is also important to note that the sculptures of the Basilica are a complete collection of sculptures made for the specific church.
The basilica is constructed of rubble and cement in a manner like the baths and other constructions in Corinth. The most characteristic wall construction in buildings was formed by alternating bands of brick and stone, following the example of opus mixtum (Late Roman system). Almost squared stone faced both the inner and outer surface of the wall and mortared rubble filled the space between the facings.
The bricks would normally form a leveling course, extending through the thickness of the wall and binding the two faces together. In a standard pattern of repetition there are five course of stone with total height 80 cm. and three courses of brick with a heigh of about 20 cm. The bricks measure 2-3 cm. thick and are laid close together. The mortar which joints them measure 1-2 cm. thick.
Fish have been carved to the grouting inside and out, even on places which were intended to be covered. The floors were paved with “opus sectile” panels and the lower walls were clad with marble revetment. The outer walls were reinforced with seven buttresses.
Along the side of walls of the aisles there were pilasters, some of which still preserve molded marble revetments of Proconesian marble. The pilaster seems to have carried arches attached to the side wall, similar to the system used in Roman bath at Isthmia. They probably also supported beams between the side walls, on which a flat ceiling was resting.
It is important to note that the structure of the Basilica was not built piecemeal according to the needs of the time, but was planned as a whole and executed in a reasonably brief time span.
The complex of the Basilica was incorporated into the harbor. It is interesting to note that the church is placed close to a former Roman bath. A location that may have been chosen due to the presence of water pipes, which could be reused both for the baptizing and for cleansing act before entering the church. The architectural synthesis of the Basilica is based on an axe. This is not exactly in the direction E-W, but is almost 13.5° to the North.
The uniform order of columns, capitals and screens, is of Proconnesian marble and therefore appears as indeed the whole church may have been an imperial donation.
It has been suggested that the basilica was dedicated to Saint Leonidis and his companions, the seven virgins who mourned his death and were themselves executed by drowning when the corpse of Leonidis was dumped off the coast of Lechaion.
Pallas has suggested that the baptistery was originally a martyrium erected near the spot where the eight bodies miraculously washed ashore. Despite this connection the basilica was not a cemetery church, for there are only four graves associated with it.
One of them, a brick-built cist against the exterior of the apse, is that of the Presbyter Thomas. The form of the grave and its content indicate that he died towards the end of the sixth century.
Dr. Apostolos E. Papafotiou
Civil Engineer N.T.U.A.
Economist N.K.U.A.