Του Δρ. Απόστολου Παπαφωτίου
Αφνειός
ήταν η πόλη της Κορίνθου σε όλες τις περιόδους της μακρόχρονης ιστορίας της, στην
Αρχαϊκή, Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή, Πρωτοβυζαντινή.
Αυτό
είναι το συμπέρασμα της μελέτης των πολλών ανασκαφών που πραγματοποιούνται στην
περιοχή της Κορίνθου και στην Κορινθία γενικότερα. Μεταξύ αυτών, ξεχωριστή θέση
κατέχει η ανασκαφή της Ρωμαϊκής Έπαυλης στη θέση «Κατουνίστρα» Ισθμού του Δήμου
Λουτρακίου - Περαχώρας - Αγίων Θεοδώρων.
Ένα μοναδικό κτηριακό συγκρότημα, στο
οποίο οι συνεχείς συστηματικές ανασκαφές των τελευταίων 9 χρόνων, μαζί με τα
πλούσια ευρήματα και κατάλοιπα, ορίζουν
το ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό
πλαίσιο της περιοχής. Το πολυτελές συγκρότημα με θέα στον Κορινθιακό και
Σαρωνικό κόλπο χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. και αποτελείται από
την έπαυλη επιφανείας περίπου 1.700,00 μ2 , λουτρό επιφανείας
περίπου 500,00 μ2 και ανοικτή αυλή επιφανείας, μέχρι την περσινή
ανασκαφή, 2.500,00 μ2. Φαίνεται ότι το συγκρότημα σταδιακά
περιορίστηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε στο τέλος του 6ου ή στις
αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. ακολουθώντας το γενικό πτωτικό κλίμα.
Η
έπαυλη αποτελείται από 30 δωμάτια που ορίζουν δύο διαμερίσματα 13 δωματίων,
εκατέρωθεν ενός μεγάλου χώρου, διαστάσεων 15,00 x 12,00
μ., ο οποίος έφερε ημικυκλική αψίδα στη βορεινή πλευρά, που πιθανώς ήταν
αίθουσα υποδοχής ή τραπεζαρία (triclinium). Ο χώρος στη νότια
πλευρά του ήταν σε επαφή με επιμήκη ορθογώνιο προθάλαμο.
Από
τα διασωθέντα σκαλοπάτια λίθινης κλίμακας προκύπτει ότι η έπαυλη έφερε όροφο
άγνωστης επιφανείας. Βορειοανατολικά της έπαυλης, σε απόσταση περίπου 10,00 μ.,
αποκαλύφθηκε τμήμα μεγάλου λουτρού από 13 ορθογώνιους κυρίους χώρους και 3
βοηθητικούς (praefurnia)
διατεταγμένους σε δύο επιμήκεις άξονες με προσανατολισμό Β-Ν.
Νότια
του κεντρικού πυρήνα της έπαυλης και σε χαμηλότερο επίπεδο αποκαλύφθηκε μεγάλη
περιτοιχισμένη αυλή του συγκροτήματος, της οποίας η βόρεια πλευρά έχει μήκος
60,00 μ. όσο το πλάτος του κεντρικού κτηρίου. Η αυλή επικοινωνούσε με το
κεντρικό πυρήνα της έπαυλης μέσω δύο επιβλητικών κλιμακοστάσιων. Η ανατολική
πλευρά της αυλής έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 40 περίπου μέτρων, είναι όμως ορατή
η συνέχεια της.
Η
αυλή δίνει μια σοβαρή ένδειξη για τη χρήση ως ανοικτή εμπορική αγορά.
Εξασφαλίζει η αυλή τη μεταμόρφωση του υπάρχοντος χώρου σε νέες χρήσεις, όπως
παρατηρείται και σε άλλες ρωμαϊκές επαρχίες, όπου ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων
γης διατηρούσαν εμπορικές αγορές στις ιδιοκτησίες τους. Χαρακτηριστική είναι η
σχετική αναφορά του Ιερού Χρυσοστόμου P
60.147 «…Και αγοράς μεν και βαλανεία
ποιούσιν οι πολλοί .. » και ο πάπυρος από την Οξύρυγχο με στοιχεία P.
Oxy
1000 /ca.
572 «του γεουχικού μακελλαρίου».
Το
συγκρότημα κατά τη διάρκεια της χρήσης του υπέστη πολλές μετασκευές και
τροποποιήσεις, τμήμα αυτού εγκαταλείφθηκε όπως δείχνουν ταφές νηπίων σε αυτές.
Τα επιμέρους μέρη του συγκροτήματος, μεγάλων επιφανειών, έπαυλη, λουτρό, αυλή
δείχνουν ότι πιθανώς να άνηκε σε αξιωματούχο της Κορίνθου.
Εξάλλου,
κατά τον αρχαιολόγο D.G. ROMANO,
το γενικό πολεοδομικό σχέδιο της ρωμαϊκής Κορίνθου δεν περιορίστηκε στην πόλη
και πέριξ αυτής, αλλά επεκτάθηκε και στην περιοχή του Ισθμού, καταλήγοντας στις
ακτές του Σαρωνικού και Κορινθιακού κόλπου. Έτσι μετά την ίδρυση της Κορίνθου
από τους Ρωμαίους ως Colonia Laus Iulia
Corinthiensis, το 44 π.Χ.
πραγματοποιήθηκε κατάτμηση της εκτός των τειχών περιοχής σε τμήματα - αγρούς συγκεκριμένης έκτασης και στη συνέχεια διανομή
(centuriation) αυτών στους
ενδιαφερόμενους. Η διάθεση οικοπέδων μέσα στην πόλη και αγρών εκτός αυτής ήταν
ένα από τα πολλά κίνητρα που χορηγήθησαν στους νέους κατοίκους της Κορίνθου για
να εγκατασταθούν σε αυτή.
Η
συστηματική αυτή ανασκαφή, η οποία επί σειρά ετών χρηματοδοτήθηκε, όπως και
όλες οι άλλες, από την Περιφέρεια Πελοποννήσου δια του πρ. Περιφερειάρχη κ.
Πέτρου Τατούλη, στο πλαίσιο της πρωτοποριακά σχεδιασμένης αρχαιολογικής και
πολιτισμικής αναμόρφωσης της
Περιφέρειας από τον ίδιο και την
παράταξη της Νέας Πελοποννήσου, συνεχίζεται και σήμερα. Δεν αποκαλύπτεται μόνο
μια μεγάλη κτηριακή εγκατάσταση, αλλά ένα σύμμεικτο και σημαντικό έργο στο
οποίο αποτυπώνεται ο σχεδιασμός, η τεχνογνωσία της κατασκευής, η τεχνολογία των
υλικών, οι ικανότητες των ανθρώπων, η
χρηστική σκοπιμότητα του έργου και η μεταμόρφωση του χώρου στο χρόνο.
Ακόμα
αποκαλύπτει την ιστορία του Ισθμού και του Λουτρακίου ως «Θέρμες»,
πιστοποιώντας τη συνεχή ύπαρξη του Λουτρακίου από παλιότερες εποχές, με συνεχή
εφαρμογή του «Θερμαλισμού». Αποδεικνύεται ότι η περιοχή του Ισθμού ήταν πάντοτε
ο ζωτικός χώρος της Κορίνθου, που προσπόριζε διαρκώς έσοδα στην πόλη, προσαρμοζόμενος
στις απαιτήσεις και δυνατότητες της εκάστοτε
εποχής. Και μετά την κατάργηση των Ισθμιακών αγώνων, την Πρωτοβυζαντινή
περίοδο, η περιοχή του Ισθμού διακρινόταν για τη μεγάλη οικοδόμηση βασιλικών
και κτηρίων.
Το
όλο έργο ανασκάπτεται από τη σπουδαία ομάδα των αρχαιολόγων, με επικεφαλή την κα.
Ζωή Ασλαματζίδου και τους συνεργάτες της κ. Κώστα Τζιαμπάση και κ. Σωτήρη
Ραφτόπουλο και με μία έμπειρη ομάδα
εργαζομένων. Η παρουσία του ρέκτη αρχαιοφύλακα κ. Σωτήρη Πρωτόπαπα του Συλλόγου
των φίλων του Μουσείου Περαχώρας και του προέδρου του πολιτιστικού Συλόγου «Φλοίσβος» κ. Μεταξά είναι καθημερινή και επιλύουν τα
πρακτικά προβλήματα της ανασκαφής, η οποία σημειωτέον έχει αγκαλιασθεί με θέρμη
απ’όλους τους κατοίκους της περιοχής πολλοί εκ των οποίων συμμετέχουν
εθελοντικά. Ο Δήμος Λουτρακίου-Περαχώρας-Αγίων Θεοδώρων, πέρα από τη μεγάλη
βοήθεια που προσφέρει συνεχώς, πρέπει να «υιοθετήσει» την περιοχή της ανασκαφής,
να την αναδείξει μέσω ενός στρατηγικού σχεδιασμού «master plan»,
για να γίνει ανοικτός επισκέψιμος χώρος, συνδεδεμένος με τους υπάρχοντες, τοπόσημο
και ιδιαίτερο σήμα μεταξύ των πολλών πλεονεκτημάτων που διαθέτει το Λουτράκι.
Δρ. Απόστολος Ε.
Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.